- διοικητής
- ο (AM διοικητής, Α και θηλ. διοικήτρια) [διοικώ]αυτός που διοικεί ή διευθύνει μια υπηρεσίανεοελλ.1. «γενικός διοικητής» — αυτός που διευθύνει γενική διοίκηση2. «στρατιωτικός διοικητής» — εκείνος που ασκεί τις έκτακτες εξουσίες που απορρέουν από την κήρυξη στρατιωτικού νόμου σε μια περιοχήμσν.διαχειριστής, αντιπρόσωποςαρχ.1. διαχειριστής, θησαυροφύλακας, ταμίας2. (στην Αίγυπτο) ανώτατος οικονομικός υπάλληλος3. (στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία) αυτός που κυβερνά μια διοίκηση*4. αστρολ. (για τους επτά πλανήτες) αυτός που καθορίζει, κυβερνά, ρυθμίζει την κίνηση τών άλλων πλανητών.
Dictionary of Greek. 2013.